- μετρήσεως
- μετρήσεω̆ς , μέτρησιςmeasurementfem gen sg (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
άκαινα — ἄκαινα, η (AM) 1. μυτερό όργανο, βουκέντρα 2. μονάδα μήκους ίση με 10 πόδια μσν. μονάδα για τη μέτρηση εμβαδού ίση με 100 τετραγωνικά πόδια. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανήκει στην τεχνική ορολογία αρχικά αποτελούσε ειδικό τεχνικό όρο για τη «βουκέντρα» και… … Dictionary of Greek
δευτερόλεπτο — Μία από τις θεμελιώδεις μονάδες του Διεθνούς Συστήματος Μονάδων (SI), που ορίζεται ως η διάρκεια 9.192.631.770 περιόδων ακτινοβολίας της αντίστοιχης μετάπτωσης ανάμεσα σε δύο υπέρλεπτες στάθμες της βασικής κατάστασης του ατόμου του καισίου 133Cs … Dictionary of Greek
ετεροστατικός — ή, ό (ηλεκτρ.) αυτός που ανήκει στη μέθοδο μετρήσεως ενός δυναμικού μέσω άλλου δυναμικού. επίρρ... ετεροστατικώς με ετεροστατική μέθοδο μετρήσεως. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. heterostatic < hetero (πρβλ. ετερο *) + static (πρβλ.… … Dictionary of Greek
Педиазимус — или Галенус (Иоанн) византийский писатель и математик. Из его сочинений физико математическим наукам посвящены: Толкования на сферу Клеомеда , О семи планетах , Об удвоении куба , Примечания к некоторым темным местам арифметики , Изложение… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
άδδιξ — ἄδδιξ ( ιχος), η (Α) μέτρο χωρητικότητας, που ισοδυναμούσε με τέσσερεις χοίνικες*. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολογίας. Πιθανόν πρόκειται για δάνειο από ξένη γλώσσα, όπως συμβαίνει με πολλές λέξεις που συνδέονται με έννοιες μετρήσεως π.χ. κοτύλη,… … Dictionary of Greek
ίντσα — Μονάδα μέτρησης ίση προς το 1/36 της γιάρδας. Μία ί. ισούται με 2,54 εκ. * * * η αγγλική μονάδα μετρήσεως μήκους, το 1/12 τού ποδός, ο αγγλικός δάκτυλος. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. τού αγγλ. όρου inch < αρχ. αγγλ. ince < λατ. uncia «το εν… … Dictionary of Greek
γκρόσα — η ποσό δώδεκα δωδεκάδων (144), ως μονάδα μετρήσεως διαφόρων ειδών. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. grosse] … Dictionary of Greek
γωνιομέτρης — ο όργανο μετρήσεως γωνιών. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου πρβλ. αγγλ. goniometer, ελληνογενές < γωνία + μέτρο(ν). Η ελλ. λ. μαρτυρείται από το 1836 στον Διονύσιο Πύρρο] … Dictionary of Greek
γωνιομετρία — η 1. κλάδος τής γεωμετρίας 2. τέχνη μετρήσεως τών γωνιών. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνειο τής Ελληνικής < γωνία + μετρία* (πρβλ. γαλλ. goniometrie). Η ελλ. λ. μαρτυρείται από το 1870 στον Γρηγ. Χαντσερή] … Dictionary of Greek
δίχωρον — δίχωρον, το (Α) μέτρο μετρήσεως οίνου στην Αίγυπτο ίσο με οκτώ χόες … Dictionary of Greek